- διάκλυσμα
- τό1) содержимое клизмы; 2) ист. вино (в монастырях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάκλυσμα — lotion for washing out the mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκλυσμα — το (Α διάκλυσμα) [διακλύζω] υγρό για το πλύσιμο τού στόματος και τών δοντιών μσν. το κρασί αρχ. υγρό παρασκεύασμα για την πρόληψη ή για τη θεραπεία τής οδονταλγίας, τού πονόδοντου … Dictionary of Greek
διακλυσμάτων — διάκλυσμα lotion for washing out the mouth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλύσμασι — διάκλυσμα lotion for washing out the mouth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλύσμασιν — διάκλυσμα lotion for washing out the mouth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλύσματα — διάκλυσμα lotion for washing out the mouth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλύσματι — διάκλυσμα lotion for washing out the mouth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλύσματος — διάκλυσμα lotion for washing out the mouth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)